- προσέταιρος
- προσέταιρ-ος, ὁ,A colleague, SIG57.1 (Milet., v B.C., pl.), 633.22 (ibid., ii B.C., pl.), prob. in IG12.22.7 (de Milesiis);
οἱ π. τοῦ θεοῦ Milet.1(7).203a34
(i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἱ π. τοῦ θεοῦ Milet.1(7).203a34
(i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσέταιρος — ὁ, Α συνέταιρος, σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἑταῖρος «σύντροφος, φίλος»] … Dictionary of Greek